- παραβαρύνω
- και παραβαραίνω1. βαραίνω, φορτώνω κάτι πάρα πολύ, παραφορτώνω2. προκαλώ μεγάλη ενόχληση σε κάποιον3. (αμτβ.) α) αυξάνομαι υπερβολικά σε βάροςβ) γίνομαι δυσκίνητος ή καταπέφτω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραβαρύνω — και παραβαραίνω παραβάρυνα 1. μτβ., παραφορτώνω, και μτφ. ενοχλώ, κουράζω: Μην παραβαραίνεις το στομάχι σου μετά την εγχείρηση. 2. αμτβ., αυξάνει το βάρος μου, γίνομαι δυσκίνητος: Ο παππούς παραβάρυνε τα τελευταία χρόνια και δε βγαίνει έξω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραβαραίνω — βλ. παραβαρύνω … Dictionary of Greek